τριτανακοπή

τριτανακοπή
η
ένδικο μέσο με το οποίο τρίτος, άσχετος με τους διαδίκους, προσβάλλει δικαστική απόφαση που εκδόθηκε γι’ αυτούς και που τον ζημιώνει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τριτανακοπή — η, Ν (διοικ. δίκ.) ένδικο βοήθημα ή μέσο, που ασκεί πρόσωπο, τρίτο προς τους διαδίκους συγκεκριμένης δίκης, κατά ορισμένης ακυρωτικής ή τροποποιητικής απόφασης, επειδή με αυτήν βλάπτονται τα συμφέροντα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + ανακοπή «διακοπή …   Dictionary of Greek

  • ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”